Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η κοροϊδία

  • 1 насмешка

    насмешка ж η κοροϊδία, ο χλευασμός
    * * *
    ж
    η κοροϊδία, ο χλευασμός

    Русско-греческий словарь > насмешка

  • 2 глумленне

    глум||ленне
    с ὁ χλευασμός, ἡ κοροϊδία, ὁ ἐμπαιγμός.

    Русско-новогреческий словарь > глумленне

  • 3 изводить

    изводи́||ть
    несов разг
    1. (тратить) ©ξοδεύω, σπαταλώ:
    \изводить деньги на что́-л. ξοδεύω λεπτά γιά κάτι·
    2. (мучить, терзать) ἐξαντλώ, τσακίζω / παιδεύω, σταυρώνω, πιλατεύω (раздражать):
    болезнь меня изводит μέ τσακίζει ἡ ἀρρώστια· \изводить кого́-л. насмешками πιλατεύω κάποιον μέ τήν κοροϊδία· \изводить всех своими капризами παιδεύω ὀλους μέ τά καπρίτσια μου.

    Русско-новогреческий словарь > изводить

  • 4 издевательскийтельство

    издевательский||тельство
    с ὁ ἐμπαιγμός, ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός.

    Русско-новогреческий словарь > издевательскийтельство

  • 5 издевка

    издевка
    ж разг ὁ ἐμπαιγμός, ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός.

    Русско-новогреческий словарь > издевка

  • 6 мишень

    мишень
    ж прям., перен ὁ στόχος, τό σημάδι:
    служить \мишенью для насмешек γίνομαι στόχος γιά κοροϊδία.

    Русско-новогреческий словарь > мишень

  • 7 насмешка

    насмеш||ка
    ж ἡ κοροϊδία, ὁ ἐμπαιγμός, ἡ χλεύη, ὁ χλευασμός:
    давать повод к \насмешкакам δίνω ἀφορμήν γιά κοροϊδίες.

    Русско-новогреческий словарь > насмешка

  • 8 посмешище

    посмешище
    с 1, (объект издевательств) ὁ περίγελως, τό κορόιδο:
    быть \посмешищем εἶμαι ὁ περίγελως·
    2. (издевательство) ἡ κοροϊδία, ὁ χλευασμός, τό κορόϊ-δεμα:
    выставить себя на \посмешище γίνομαι κα-ταγέλαστος.

    Русско-новогреческий словарь > посмешище

  • 9 насмешка

    [νασμιέσκα] ουσ. θ. κοροϊδία

    Русско-греческий новый словарь > насмешка

  • 10 насмешка

    [νασμιέσκα] ουσ θ κοροϊδία

    Русско-эллинский словарь > насмешка

  • 11 глум

    α. (απλ.) κοροϊδία, εμπαιγμός, πε3ΐγέλασμα» χλευασμός.

    Большой русско-греческий словарь > глум

  • 12 жгучий

    επ., βρ: жгуч, -а, -е
    1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•

    жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•

    -ее солнце καυτερός ήλιος.

    || καυτερός, τσουχτερός•

    -ее перец καυτερή πιπεριά.

    || δυνατός• ανυπόφορος•

    -ая боль σουβλερός πόνος•

    жгучий мороз τσουχτερό κρύο.

    2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•

    жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•

    -ая тоска καημός, μαράζι•

    -ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•

    -ые слезы καυτά δάκρυα•

    -ая обида βαριά προσβολή•

    -ее впечатление αλγεινή εντύπωση•

    жгучий взгляд φλογερή ματιά.

    εκφρ.
    жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•
    - ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•
    - ая сатира – δη-τική σάτυρα•
    жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή.

    Большой русско-греческий словарь > жгучий

  • 13 зубоскальство

    ουδ.
    εμπαιγμός, κοροϊδία, χλευασμός.

    Большой русско-греческий словарь > зубоскальство

  • 14 издевательство

    ουδ.
    κοροϊδία, χλευασμός, εμπαιγμός.

    Большой русско-греческий словарь > издевательство

  • 15 насмешка

    θ.
    χλεύασμα, κοροϊδία, περίπαιγμα, εμπαιγμός, περιγέλιο.

    Большой русско-греческий словарь > насмешка

  • 16 посмешище

    ουδ.
    αντικείμενο γέλεου, πε-ρίγελιου, χλεύης. || κοροϊδία, εμπαιγμός.

    Большой русско-греческий словарь > посмешище

  • 17 посмеяние

    -я- ουδ. παλ. κοροϊδία, εμπαιγμός.

    Большой русско-греческий словарь > посмеяние

  • 18 форма

    θ.
    1. μορφή, σχήμα•

    земля имеет -у шара η γη έχει σχήμα σφαιρικό•

    форма куба σχήμα κύβου•

    придать -у προσδίδω μορφή.

    || πλθ. -ы η ανθρώπινη φιγούρα, η σιλουέτα, σουλούπι.
    2. είδος, τύπος•

    форма правления μορφή διοίκησης•

    -ы стоимости μορφές αξίας•

    -ы энергии μορφές ενέργειας•

    острая форма ревматизма οξεία μορφή ρευματισμού.

    3. (φιλοσ.) εξωτερική όψη ή σχήμα•

    форма и содержание η μορφή και το περιεχόμενο.

    4. εμφάνιση•

    по -е правильно, по существу издевательство φαινομενικά είναι σωστό, αλλά στην ουσία είναι κοροίδία.

    || βλ. жанр.
    5. τύπος, καλούπι,φόρμα, μήτρα.
    6. στολή•

    парадная форма στολή παρέλασης•

    военная форма στρατιωτική στολή.

    7. πρότυπο, υπόδειγμα, τύπος•

    форма заявления υπόδειγμα αίτησης•

    форма протокола υπόδειγμα πρακτικών.

    8. (γλωσ.) μορφή•

    неопределнная глагола το απαρέμφατο (ρήματος)•

    личные -ы глагола οι ρηματικές μορφές του ρήματος ή τα πρόσωπα του ρήματος•

    падежные -ы имн οι πτωτικές μορφές των ουσιαστικών ή οι πτώσεις των ουσιαστικών.

    9. (μαθ.) κάθε παράσταση συμβόλων αυτή καθ εαυτή.
    εκφρ.
    - ы мышления – (φιλοσ.) μορφές σκέψης•
    - ы общественного сознания – μορφές κοινωνικής συνείδησης (πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές κλπ.) малые -ы (θεατρ.) μικρά δραματικά είδη•
    в -е – ευνοίκό περιβάλλο (για ανάπτυξη ικανοτήτων, δύναμης)•
    по (ή во) всей -е – α) όπως πρέπει, β) παλ. πλήρως, τελείως.

    Большой русско-греческий словарь > форма

См. также в других словарях:

  • κοροϊδία — η [κοροϊδεύω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός 2. εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • κοροϊδία — η 1. εμπαιγμός, χλευασμός. 2. εξαπάτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μορέτο, Αγκουστίν — (Agustin Moreto, Μαδρίτη 1618 – Τολέδο 1669). Ισπανός θεατρικός συγγραφέας. Σπούδασε στην Αλκαλά ντε Ενάρες· αφού χειροτονήθηκε ιερέας, ανέλαβε υπηρεσία σ’ ένα νοσοκομείο του Τολέδο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Το θεατρικό του έργο (το… …   Dictionary of Greek

  • αγή — ἀγή, η (Α) [ἄγνυμι] 1. σπασμένο κομμάτι, θραύσμα 2. καμπή, λύγισμα 3. απάτη, κοροϊδία 4. φρ. «κύματος ἀγή», το μέρος όπου σπάει το κύμα, ακτή, παραλία …   Dictionary of Greek

  • αναγέλασμα — το [αναγελώ] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, κοροϊδία 2. ο άξιος εμπαιγμού, ο περίγελος τών άλλων …   Dictionary of Greek

  • ατιμασιά — η (AM ἀτιμασία) αισχύνη, ντροπή νεοελλ. κατάρα μσν. 1. σαρκασμός, κοροϊδία 2. μεμψιμοιρία, κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • γέλιο — το (Μ γέλιον, το) 1. η έκφραση χαράς ή ειρωνείας με συσπάσεις τών χειλιών, τού στόματος, τού προσώπου και με ηχηρές εκπνοές 2. φρ. α) «έσκασα στα γέλια» ή «πέθανε στα γέλια» γέλασα τόσο που δυσκολευόμουν ν ανασάνω β) τα γέλια θα σού βγουν ξινά»… …   Dictionary of Greek

  • δούλεμα — το (AM δούλευμα Μ και δούλεμα) νεοελλ. 1. το να δουλεύεται κάτι, να τυγχάνει επεξεργασίας 2. (για αγρό) όργωμα, καλλιέργεια 3. επεξεργασία λεπτομερειών («αυτό το σύγγραμμα θέλει ακόμη δούλεμα») 4. κοροϊδία, κούρντισμα μσν. λειτουργία αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • εμπαιγμός — ο (AM ἐμπαιγμός) χλευασμός, κοροϊδία νεοελλ. εξαπάτηση …   Dictionary of Greek

  • καταχήνη — καταχήνη, ἡ (Α) 1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῡτ ἔστ ἀρχὴ καὶ τοῡ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.) 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι τίτλος ενός δράματος επιγρ. 3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά τής βασκανίας, με σχήμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»